ὑποράπτω

ὑποράπτω
ὑποράπτω, [full] ὑπορᾰφή,
A v. ὑπορρ-.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υποράπτω — Α βλ. υπορράπτω …   Dictionary of Greek

  • υπορράπτω — ὑπορράπτω ΝΑ, και δ. γρφ. ὑποράπτω Α [ῥάπτω] επενδύω εσωτερικά με ύφασμα, φοδράρω αρχ. (σχετικά με λόγο) συρράπτω, συγκροτώ («ὡς δὴ τί δράσων τόνδ ὑπορράπτεις λόγον;», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”